Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Θάρρος

μέσα στη νύχτα κάθεσαι και φτιάχνεις λίστες,
πάντα σου άρεσαν οι λίστες,
το'χεις πάρει απόφαση πως δεν θα σε πάρει ο ύπνος,
αριστερά βάζεις τις ευκαιρίες που άδραξες,
δεξιά εκείνες που έχασες,
πόσες να είναι άραγε εκείνες που ποτέ σου δεν είδες;
που σε προσπέρασαν, σου έκλεισαν το μάτι, έβαλαν όλη τους την τσαχπινιά αλλά τις άφησες και έφυγαν απογοητευμένες;
σκέφτεσαι να τραβήξεις κι άλλη μια γραμμή και να αρχίσεις να μετράς όλα όσα έχεις μετανιώσει,
αλλά το μετανιώνεις μεμιάς,
ποτέ δεν ήσουν καλός στα μαθηματικά,
αν το μελάνι είχε βάρος το χαρτί θα έγερνε προς τα δεξιά,
γιατί;
κοιτάς το χέρι που κρατάει το στυλό,
σου φαίνεται ξένο,
αποκλείεται να είναι δικό σου,
τρέμει,
είναι αφυδατωμένο,
γεμάτο ρυτίδες,
αλλά έχει ακόμα δύναμη,
πιάνεις το χαρτί και το συνθλίβεις,
ο ήχος είναι εκκωφαντικός,
σου γρατζουνάει τα αυτιά,
δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς.
 

Κυριακή πρωί

Είσαι πολύ όμορφος
Μόνο όταν είσαι δίπλα μου
Είναι ωραία να είσαι δίπλα σου
Μόνο όταν είμαι όμορφος; ρώτησα
Νομίζω πάντα, απάντησες
Δεν με ξέρεις από πάντα
Νιώθω πως σε ήξερα πριν γεννηθώ
Σιωπή
Με κοίταξες
Έκανα να φύγω
Που πας; μου είπες. Είναι Κυριακή.
Ε και; ρώτησα
Μου έπιασες το χέρι και με τράβηξες
Είσαι πολύ όμορφος, μου είπες
Μόνο όταν είσαι δίπλα μου, σου είπα
Ξάπλωσα

Πένα

Η πένα είναι αυστηρή. Η πένα είναι εκδικητική. Η πένα έχει την δική της βούληση. Η πένα αφουγκράζεται την διάθεση μου και, όταν αποφασίσει πως δεν της δίνω την σημασία που απαιτεί, με εγκαταλείπει. Μου αδυνατίζει τα γράμματα, μου αδυνατίζει τις λέξεις, μου αλλοιώνει τα νοήματα. Η πένα με τιμωρεί όταν κουραστώ. Αν ξεχαστώ για μία στιγμή μπορεί να μου τα καταστρέψει όλα.
"Ε! Ψιτ, μου λέει. Αν δεν γουστάρεις να γράψεις άφησέ με κάτω. Αλλιώς θα σου βάψω όσα γράφεις. Θα αδειάσω σαν μεθυσμένος μπογιατζής όλο μου το μελάνι και θα σου μουτζουρώσω τις σκέψεις. Ή θα μου φερθείς όπως μου αξίζει ή θα υποστείς τις συνέπειες."

Μου αρέσει πολύ να γράφω με πένα. Με την πένα μπορώ σε κάθε χαρακτήρα που σκαλίζω στο χαρτί να αναγνωρίσω την διάθεσή μου. Δεν χρειάζεται να διαβάσω τις λέξεις παρά μόνο να παρατηρήσω τον τρόπο που το μελάνι σπάει τις ίνες του χαρτιού και τρυπώνει ανάμεσά τους. Με μία ματιά μπορώ να ανιχνεύσω τα σημεία στα οποία ήμουν κουρασμένος και δεν την πίεζα σφιχτά και καλά, εκείνα στα οποία είχα όρεξη να γράψω, την κρατούσα απαλά και βιαζόμουν, εκείνα στα οποία απλά έγραφα, χωρίς να σκέφτομαι, και είχα εκείνη για οδηγό. Αν παρατηρήσω προσεκτικά μπορώ ακόμα και να διακρίνω μέσα στις μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις (του χεριού) μικρές ή μεγάλες αμφιβολίες (του μυαλού).

Δεν είναι υπερβολή να πω πως στην επιφάνεια αυτού του ποταμιού από μελάνι μπορώ με μεγάλη άνεση να δω την ροή των σκέψεών μου.

Να μία ωραία ιδέα (και καθόλου κερδοφόρα για τους σχεδιαστές υλισμικού και λογισμικού)! Γιατί να μην μπορεί ο υπολογιστής να ανιχνεύσει την πίεση που ασκώ στα πλήκτρα του και να προσθαφαιρεί χρώμα και ένταση στα ηλεκτρονικά γραπτά;
Πόσο πιο όμορφη θα ήταν η δουλειά μας, η ζωή μας, αν σε κάθε κείμενο που βλέπαμε στην φωτεινή οθόνη μπορούσαμε να δούμε και την διάθεσή του γράφοντος; Πόσο πιο όμορφο θα ήταν ένα mail ή ακόμα και ένα απλό μήνυμα στο κινητό από ένα αγαπημένο πρόσωπο του οποίου έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε τον γραφικό χαρακτήρα; Άλλωστε για αυτό δεν λέγεται και χαρακτήρας; Επειδή τον χαρακτηρίζει σαν άτομο;

Ωραία δεν θα ήταν;

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Μονόλογος ΙΙ

- Κοίταξε. Σκέφτηκα πολύ την ερώτησή σου και νομίζω πως κατέληξα σε μία ικανοποιητική απάντηση. Πιστεύω πως από τη στιγμή που γεννιόμαστε έως και τη στιγμή που πεθαίνουμε, όλοι μας έχουμε μέσα μας κάποια δυστυχία. Αυτό είναι το τελικό μου συμπέρασμα.
- Δηλαδή θες να μου πεις πως εσύ μέσα σου έχεις έναν βραχνά; Μία δυστυχία; Δυσκολεύομαι να σε κατανοήσω. Κι από πότε το έχεις αυτό; Πάντοτε έτσι ένιωθες;
- Νομίζω πως έχεις πιάσει το θέμα τελείως λάθος. Επέτρεψέ μου να σου εξηγήσω. Επέτρεψέ μου να μονολογήσω για λίγο μέσα στον εσωτερικό μας αυτόν μονόλογο. Εντάξει;
- Να σου πω την αλήθεια δυσκολεύομαι να σε πιστέψω. Μας θυμάμαι σε πάρα πολλές στιγμές της ζωής μας ευτυχισμένους. Αλλά τέλος πάντων. Για μονολόγησε.
- Λοιπόν. Καταρχήν όπως σού είπα έχεις πιάσει το θέμα τελείως λάθος. Το κακό με σένα είναι πως βλέπεις τα πράγματα λιγάκι αόριστα. Ξεχνάς κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Κάθε τι στην ζωή μας μπορούμε να το μετρήσουμε. Ίσως η μονάδα μέτρησης κάθε φορά να διαφέρει, αλλά σε κάθε περίπτωση τα πάντα είναι μετρήσιμα. Όπως μπορείς να μετρήσεις το μπόι σου έτσι μπορείς να μετρήσεις και την ευτυχία ή την δυστυχία σου. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιείς σαν μονάδα μέτρησης κάτι πάρα πολύ απτό, που το αντιλαμβάνονται πολύ εύκολα οι αισθήσεις σου, όπως τα εκατοστά, τα μέτρα ή τα πόδια ενώ στην δεύτερη περίπτωση χρησιμοποιείς επιρρήματα όπως το καθόλου, το λίγο, το πολύ και ούτω καθεξής, τα οποία εξ'ορισμού είναι αρκετά αυθαίρετα με αποτέλεσμα να αποδίδεις λανθασμένα την ασάφεια της μονάδας μέτρησης και στις μετρούμενες ποσότητες.
Με πιάνεις; Με ακολουθείς;
- Σε πιάνω. Σε ακολουθώ. Το ίδιο μυαλό μοιραζόμαστε. αλλά νομίζω πως λες μπούρδες. Δεν μπορείς να μετρήσεις με ακρίβεια ποσότητες όπως η ευτυχία ή η δυστυχία. Τι μαλακίες κατεβάζει πάλι το κεφάλι σου;
- Μην κολλάς στην ακρίβεια της μέτρησης και άσε με να τελειώσω. Μετά πες ό,τι θέλεις.
- Εντάξει.
- Ωραία. Εφόσον συμφωνούμε πως μπορούμε να μετράμε την ποσότητα της ευτυχίας ή της δυστυχίας που χαρακτηρίζει την ύπαρξή μας τότε είναι εξαιρετικά απλό να κάνουμε και βασικές μαθηματικές πράξεις με τις μετρήσιμες αυτές ποσότητες.
Σωστά;
- Σωστά!
- Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι πως σε τελική ανάλυση εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα μίας εξαιρετικά απλής μαθηματικής πράξης. Ας ονομάσουμε το αποτέλεσμα αυτής της πράξης ΕυΔυστυχία και ας αναφερόμαστε σε αυτό από εδώ και στο εξής ως ΕΔ.
Η απλή φόρμουλα λοιπόν που δίνει την απάντηση στην ερώτηση "Δηλαδή εσύ τώρα νιώθεις δυστυχισμένος;" είναι η εξής: ΕΔ = Ευτυχία - Δυστυχία.
Ωραία;
- Ας πούμε. Συνέχισε. Είμαι περίεργος να δω πού το πας.
- Που είχα μείνει; Λοιπόν, όπως σου έλεγα, το αποτέλεσμα της απλής αυτής μαθηματικής πράξης απαντάει στην ερώτησή σου. Όταν ΕΔ > 0 τότε η ποσότητα ευτυχίας είναι μεγαλύτερη της αντίστοιχης ποσότητας δυστυχίας οπότε είμαι ευτυχισμένος. Όταν ΕΔ < 0 τότε συμβαίνει το αντίθετο.
Από εκεί και πέρα, και για να το πάμε λίγο πιο μακριά, αντιδράσεις όπως το γέλιο ή το κλάμα είναι περιπτώσεις όπου το ΕΔ προσεγγίζει τα όρια του απείρου. Στην περίπτωση του γέλιου προσεγγίζουμε το + άπειρο ενώ στην περίπτωση του κλάματος το - άπειρο.
Είναι πάρα πολύ απλό. Και για να σου μιλήσω και με όρους μηχανικής επειδή τους αντιλαμβάνεσαι καλύτερα όταν το ισοζύγιο ΕυΔυστυχίας είναι θετικό τότε είμαι ευτυχισμένος.
Όσον αφορά τώρα το σκέλος της ερώτησής σου που αφορούσε τον χρόνο. Από πότε νιώθω όπως νιώθω; Σα να έχω μία ποσότητα δυστυχίας μέσα μου;
Από πάντοτε. Ή τουλάχιστον από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Από την στιγμή που έπαψα να είμαι βρέφος και η ζωή μου σταμάτησε να περιστρέφεται γύρω από το τι θα φάω, πότε θα το φάω, πότε θα το βγάλω και πότε θα κοιμηθώ. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πότε αναγνώρισα την ύπαρξή της, αλλά νιώθω λες και ήταν εξ'αρχής κάπου μέσα μου. Ίσως απλά την ανακάλυψα όταν προβληματίστηκα για πρώτη φορά για το τι συμβαίνει μέσα μου. Είμαι πάντως σίγουρος πως είναι πολύ παλιότερη από την ικανότητά μου να την αναγνωρίσω.
- Τελείωσες;
- Τελείωσα. Νομίζω.
- Για να καταλάβω καλά μου λες πως ουσιαστικά δεν έχει σημασία πόση δυστυχία έχει κάποιος μέσα του αρκεί η ευτυχία που έχει να είναι μεγαλύτερη. Εκπληκτικό. Έτσι εξηγούνται πάρα πολλά πράγματα.
- Όπως;
- Όπως η παρηγοριά, η αγάπη, το πως μερικοί άνθρωποι όσο και να τους χτυπάει η μοίρα κατορθώνουν και βρίσκουν την ευτυχία. Άρα το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίζουμε κάθε στιγμή της ζωής μας να διατηρούμε το ΕΔ μεγαλύτερο του μηδενός. Ακούγεται απλό, αλλά πρέπει να είναι πολύ δύσκολο.
- Όπως τα πάντα. Στην ζωή τις περισσότερες φορές το απλό είναι και το πιο δύσκολο.
- Δε λέω πως έχεις δίκιο, αλλά καλά τα λες!

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Απορία

Υπάρχει άραγε μία συγκεκριμένη ποσότητα εξυπνάδας που μπορεί να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο κι απλά κάποιοι είναι περισσότερο ενώ άλλοι είναι λιγότερο προικισμένοι;

Αν υπάρχει συγκεκριμένη ποσότητα, τότε ποιος την καθορίζει; Ο Θεός (αν υπάρχει), ο χρόνος, το κενό μεταξύ γέννησης και θανάτου (δηλαδή η ζωή μας) και ο τρόπος που το διαχειριζόμαστε; Εμείς οι ίδιοι; Ή μήπως οι γονείς μας και το DNA που κουβαλάνε και μας χαρίζουν άθελά τους;
Μήπως κάτι άλλο ακόμα πιο ξένο σε μας; Η κοινωνία; Η τύχη;

Ή μήπως είναι απλά ένα θέμα οργανικής φύσης; Ή ένα θέμα χωροθέτησης, θέμα χώρου σα να λέμε; Μήπως έχουμε συγκεκριμένο μέγεθος εγκεφάλου και όταν αυτός γεμίζει σημαίνει αυτόματα πως δεν μπορούμε να γίνουμε πιο έξυπνοι και το μόνο που διαχωρίζει έξυπνους από χαζούς, μορφωμένους από αμόρφωτους, σοφούς από βλάκες είναι η ικανότητα, ο βαθμός στον οποίο ο καθένας από εμάς μπορεί και καταχωρεί χρήσιμες πληροφορίες γρήγορα και τακτοποιημένα μέσα στο μυαλό του σβήνοντας τις άχρηστες πληροφορίες και φροντίζοντας να γεμίσει αποτελεσματικά τα κενά που προκύπτουν;

Μήπως σε τελική ανάλυση η βλακεία δεν υπάρχει; Μήπως απλά ο βλάκας είναι κάποιος που βαριέται; Που βαριέται να τακτοποιήσει τον χώρο που υπάρχει στον εγκέφαλό του; Μήπως είναι απλά τεμπέλης κι εμείς του έχουμε κολλήσει άδικα την ταμπέλα του βλάκα; Μήπως απλά ο βλάκας (ή τεμπέλης) έχει πολλά μικρά κενά στο κεφάλι του ή λίγα αλλά μεγάλα κομμάτια κενών; Μπορεί ένας βλάκας να γίνει έξυπνος με μια ανασυγκρότηση αυτών των κενών; Είναι τόσο απλό;