Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Οικολογικόν Χιούμορ
Ας υποθέσουμε για μία στιγμή πως υπάρχει Θεός. Μία ανώτερη δύναμη, η οποία βρίσκεται κάπου ψηλά και μεταξύ άλλων χόμπυ που ενδεχομένως έχει, σε κάποια φάση της ζωής ασχολήθηκε λίγο και με τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Βασικά τον δημιούργησε.
Κι αυτή η ανώτερη δύναμη, το υπέρτατο αυτό ον ας το φανταστεί ο καθένας μας όπως θέλει· νέο, γέρο, ψηλό, κοντό, αδύνατο, χοντρό, γυμνό, ντυμένο με κελεμπίες ή με άσπρα ρούχα, με σανδάλια, ξυπόλητο. Ας τον φανταστεί τέλος πάντων όπως του αρέσει και όπως του υπαγορεύει η λογική του, η θρησκεία του, η μόρφωσή του ή η οικογένειά του.
Ε λοιπόν αυτός ο Θεός - ας τον ονομάσουμε έτσι μόνο και μόνο για να συνεννοούμαστε καλύτερα - πρέπει να έχει πολύ χιούμορ.
Δεν ξέρω πόσα από όλα όσα βλέπουμε γύρω μας τα βρήκε έτοιμα και πόσα είναι δικό του δημιούργημα, αλλά για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Ένα πρωϊνό άνοιξε τα μάτια του, χασμουρήθηκε, έκανε το τσιγαράκι του και, μόλις άνοιξε το παράθυρό του, είδε να απλώνεται μπροστά του ένα σύμπαν, που τον περίμενε για να παίξει μαζί του.
Κι όπως ένα μικρό παιδί που παίρνει ένα καινούριο παιχνιδάκι και το καταστρέφει, χωρίς καν να προλάβει να το απολαύσει, έτσι κι ο Θεός κατάφερε να τα γαμήσει όλα με ένα και μόνο λάθος.
Και το έκανε με στυλ. Αυτό οφείλουμε να το παραδεχτούμε.
Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.
Πρώτα έγινε ο ουρανός. Και έγινε πανέμορφος. Τι έγινε δηλαδή; Εκείνος τον έφτιαξε πανέμορφο. Και τον έκανε μακρινό. Για να μην μπορεί κανένας να τον πιάσει. Και γαλανό. Για να μην χορταίνεις να τον βλέπεις. Και δεν έβαλε μέσα του απολύτως τίποτα. Τον φούσκωσε παντού με αερά και απλά σκόρπισε εδώ και εκεί μερικά συννεφάκια. Κι αυτό ήταν όλο.
Μετά έφτιαξε την θάλασσα. Και την έκανε σαν χαλί. Ένα χαλί που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τις διαθέσεις του ουρανού και των αστεριών που βρίσκονται από πάνω της και σχήμα ανάλογα με τους ανέμους που της ψιθυρίζουν. Και έβαλε μέσα της ό,τι μπορούσε να φανταστεί ο νους του. Πέτρες, άμμο, φυτά, ζώα, μέταλλα. Και τι δεν έβαλε; Εκείνη όμως γέμισε, φούσκωσε κι άρχισε να τα ξερνάει όλα. Ξέρασε πέτρες, ξέρασε ζώα, ξέρασε φυτά, ξέρναγε όλη την ώρα χωρίς σταματημό.
Αλλά ο Θέος την άφησε στο μεθύσι της και στην ησυχία της να κάνει του κεφαλιού της. Γιατί εκείνος είχε άλλη δουλειά.
Ήθελε να καταπιαστεί με πιο όμορφα πράγματα. Ξεκίνησε όλος χαρά και φύτεψε βουνά, έσπειρε δάση, χάραξε ποτάμια, ζωγράφισε λίμνες. Κι έπαιξε με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Έφτιαξε κοιλάδες, οροπέδια, κάμπους, ερήμους, καταρράκτες κι ό,τι άλλο του κατέβαινε εκείνη την ώρα στο κεφάλι.
Κι όταν τελείωσε άναψε το μπρίκι, έψησε ένα καφεδάκι, βρήκε ένα τασάκι, άναψε ένα τσιγαράκι και πέταξε πάνω από το δημιούργημά του χαζεύοντάς το και γελώντας αυτάρεσκα. Και κάπου ανάμεσα στις σβούρες και τις τζούρες τα βαρέθηκε όλα.
Έλα όμως που λυπόταν να τα καταστρέψει.
Κι έτσι έφτιαξε τον άνθρωπο. Κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσίν του. Και φυσικά ο άνθρωπος σαν ένας άλλος Θεός βάλθηκε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του δημιουργού του.
Δηλαδή να τα γαμήσει όλα. Κι ακόμα τα γαμάει!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου