Η διαφορά της βλακείας από τη μαλακία έγκειται κυρίως στο γεγονός πως την πρώτη την κληρονομείς. Θες από τους ίδιους σου τους γονείς, θες από κάποιον προπάππου ή μακρινό συγγενή το μόνο σίγουρο είναι πως η βλακεία βρίσκει πάντοτε τον δρόμο και τον τρόπο να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και να διατηρείται εις τους αιώνες των αιώνων (αμήν!). Τις περισσότερες φορές αρκεί μία γρήγορη, πρόχειρη ματιά στο γενεαλογικό δέντρο ενός διαπιστωμένα γνήσιου βλάκα για να εντοπίσουμε αμέσως τον πρόγονο που του χάρισε απλόχερα και άθελά του αυτή την ευλογημένη ιδιότητα μαζί φυσικά με το απαραίτητο βλέμμα που την συνοδεύει.
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την προέλευσή της, η βλακεία αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά του DNA κάθε σωστού βλάκα καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πορεία του στη ζωή κυρίως επεμβαίνοντας στον τρόπο που αντιδρά απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα και ιδιαίτερα απέναντι στους μαλάκες.
Ο όρος μαλάκες περικλείει μέσα του όλους εκείνους τους καθημερινούς ανθρώπους που ανά πάσα στιγμή μπορούν να υπερηφανευτούν πως τους χαρακτηρίζει μία βαθιά γνώση της μαλακίας.
Η μαλακία, αντίθετα από τη βλακεία, είναι καθαρά και μόνο μία ιδιότητα που την αποκτάς. Είτε με τη σωστή ανατροφή (μαλάκες γονείς), είτε με τις σωστές παρέες (μαλάκες φίλοι) είτε - στις βαρύτερες των περιπτώσεων - μόνος σου (μαλάκας-ταλέντο).
Τον μαλάκα τον χαρακτηρίζει μία σειρά από εκούσιες, εσκεμμένες ενέργειες που έχουν σαν μοναδικό στόχο να εκνευρίζουν τους γύρω του. Ο μαλάκας είναι πάντοτε ο καλύτερος σε όλα ή τουλάχιστον αυτό νομίζει. Η τακτική του δεν είναι να γίνεται καλός σε κάτι υπερέχοντας του ανταγωνισμού, αλλά να εκνευρίζει σε τέτοιο βαθμό τους γύρω του ώστε, προκειμένου να απαλλαχθούν από την παρουσία του, να παραδέχονται πως εκείνος είναι ο καλύτερος.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν σκόπιμο να αναλύσουμε λίγο παραπάνω μερικές από τις βασικές διαφορές μεταξύ βλακείας και μαλακίας.
Κατ'αρχήν η βλακεία είναι στιγμιαία και αντανακλαστική. Στις περιπτώσεις όπου μία βλακεία μπορεί να δείχνει φαινομενικά διαρκής, η εξήγηση μπορεί να δοθεί με μία απλή μικροσκοπική εξέτασή της. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά μία φαινομενικά διαρκή βλακεία θα διαπιστώσουμε πως δεν είναι τίποτα άλλο από μία αλληλουχία στιγμιαίων βλακειών τις οποίες ο κοινός ανθρώπινος νους απλά δυσκολεύεται να ξεχωρίσει.
Ο αντανακλαστικός χαρακτήρας της βλακείας, από την άλλη, τεκμηριώνεται κατά κύριο λόγο μέσω του αυθορμητισμού με τον οποίο ένας βλάκας εκφράζει τη βλακεία του. Η ταχύτητα με την οποία ένας βλάκας ξεστομίζει ή κάνει μία βλακεία είναι παροιμιώδης και για πολλούς ανεξήγητη.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη σύγχυση μεταξύ του διαστήματος που μεσολαβεί από την στιγμή που ο βλάκας δέχεται ένα εξωτερικό ερέθισμα μέχρι τη στιγμή που θα το επεξεργαστεί και του διαστήματος που ακολουθεί μέχρι να αντιδράσει. Σε πολλές περιπτώσεις ο καθημερινός άνθρωπος νομίζει πως ο βλάκας αργεί να αντιδράσει ενώ στην ουσία ο βλάκας απλά καθυστερεί να επεξεργαστεί τα δεδομένα. Όταν ο σκόπελος της επεξεργασίας των δεδομένων ξεπεραστεί επιτυχώς η αντίδραση εκ μέρους του βλάκα είναι πρακτικά αστραπιαία.
Τόσο αστραπιαία ώστε δεν είναι λίγοι οι μελετητές που πιστεύουν πως οι λύσεις σε μεγάλα επιστημονικά ζητήματα που αφορούν την ταχύτητα όπως το πως θα καταφέρει η ανθρωπότητα να ξεπεράσει την ταχύτητα του φωτός θα μπορούσαν να βρεθούν αν η επιστημονική κοινότητα αποφάσιζε να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο ένας βλάκας εκφράζει την βλακεία που έχει μέσα στο κεφάλι του ανά πάσα στιγμή.
Η μαλακία, από την άλλη, είναι εξακολουθητική και μαλακισμένα προμελετημένη. Ο μαλάκας είναι μαλάκας όλη την ώρα. Θέλει να είναι μαλάκας, προσπαθεί να είναι μαλάκας, ξέρει πως είναι μαλάκας και απολαμβάνει το ό,τι είναι μαλάκας. Και, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι πολύ καλός στο να είναι μαλάκας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως όροι όπως "εκλάμψεις μαλακίας", "στιγμιαία μαλακία" ή "κατά λάθος μαλακία" είναι εντελώς αδόκιμοι και δεν χρησιμοποιούνται την ίδια ώρα που εκφράσεις όπως "καλός μαλάκας είσαι", "πολύ μαλάκας ρε αδερφέ μου" και "μεγάλη μαλακία" χρησιμοποιούνται ευρέως σε όλες τις γλώσσες.
Άμεση παρενέργεια της μαλακίας, η οποία συχνά συγχέεται με την ίδια τη μαλακία, αποτελεί ο αποκαλούμενος "εξυπνακισμός". Αν και το συντριπτικό ποσοστό των εξυπνάκηδων είναι κατ'ουσίαν πρακτικά μαλάκες παρατηρούνται και περιπτώσεις όπου οι δύο ιδιότητες δε συνυπάρχουν.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί ο Θεός. Όπως και να τον αποκαλέσουμε ( Βούδα, Κρίσνα, Αλλάχ, Δία ή απλά Θεό) δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός πως είναι - ή ήταν - μαλάκας. Την ίδια ώρα θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε και το ελαφρυντικό πως δεν είναι - ή ήταν - εξυπνάκιας. Ο εξυπνάκιας έχει ως μοναδικό του στόχο να φανεί πιο έξυπνος από τους υπόλοιπους. Όμως πως μπορεί να είναι εξυπνάκιας ένα ον το οποίο δεν έχει ανθρώπινη μορφή, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο και δεν μπορεί να του δώσει καμία χειροπιαστή απόδειξη ότι υπάρχει και άρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τους γύρω του; Αδύνατο.
Κλείνοντας πρέπει να αναφέρουμε και μία διαχρονική διαπίστωση που ισχύει φυσικά και στις μέρες μας.
Είναι γενικά αποδεκτό πως οι βλάκες είναι παντού ανάμεσά μας. Τους βλέπουμε γύρω μας, πολλές φορές ζούμε μαζί τους, μπορεί ακόμα να είμαστε και οι ίδιοι αγνοί, ανίδεοι βλάκες χωρίς συναίσθηση του ταλέντου μας. Αλλά τις περισσότερες φορές δε μας βλάπτουν. Συχνά μάλιστα μας ομορφαίνουν τη ζωή και μας διασκεδάζουν χαρίζοντάς μας γέλιο με τις πράξεις τους.
Οι μαλάκες όμως, και αυτό είναι το χειρότερο, είναι από πάνω μας. Ξεκινώντας από τον ίδιο τον δημιουργό μας που έκανε τη μεγαλύτερη μαλακία δημιουργώντας τον άνθρωπο - κατ'εικόνα και καθ'όμοίωσίν του για να μην ξεχνιόμαστε - και προχωρώντας προς τα κάτω σε αυτοκράτορες και βασιλείς, σε δικτάτορες παλαιού και καινούριου τύπου, σε πρωθυπουργούς, υπουργούς και διευθυντές και καταλήγοντας στο υπέρτατο είδος μαλάκα στα αφεντικά.